- νωμήτωρ
- νωμ-ήτωρ, ορος, ὁ,A one who distributes, Doroth. ap. Heph.Astr.3.30, Man.6.357.II one who guides, moves, etc., Nonn.D.12.20, 48.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωμήτωρ — νωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει («κρεῶν νωμήτορας ἄνδρας», Μαν.) 2. κυβερνήτης, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ)] … Dictionary of Greek
νωμήτορα — νωμήτωρ one who distributes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωμήτορας — νωμήτωρ one who distributes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωμήτορες — νωμήτωρ one who distributes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωμήτορι — νωμήτωρ one who distributes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek